-
1 ἤϊα
ἤϊα, τά (εἶμι?), Reisekost, Speisevorrath auf die Reise, Od. 2, 289. 410. 4, 363. 5, 266; ἀλλ' ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφϑιτο ἤϊα πάντα 12, 329; übh. Nahrung, Fraß, αἵτε καϑ' ὕλην ϑώων παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται Il. 13, 103; sp. D., ἤϊα καὶ μέϑυ λαρόν Ap. Rh. 1, 659; κριϑάων Nic. Al. 411. – Aber Od. 5, 368, ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων (zweisylbig zu lesen) ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, ist es nicht trockner Körner-, Getreidehaufen, sondern Spreu, wie Phot. lex. erkl. ἤϊα τὴν τῶν ὀσπρίων καλάμην, vgl. Pherecr. bei Schol. Od. 2. 289. [ι ist in der Vershebung lang, kurz Od. 4, 363. 12, 329; zweisylbig 5, 266. 9, 212, also mit Bekker ᾖα richtiger zu schreiben, wie auch der gen. ἠίων 5, 368 geschrieben werden sollte. Vgl. δήϊος.]
-
2 δια-σκεδάννῡμι
δια-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα ϑύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασϑεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
См. также в других словарях:
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek